ἀντενδείξεις

ἀντενδείξεις
ἀντένδειξις
counter-indication
fem nom/voc pl (attic epic)
ἀντένδειξις
counter-indication
fem nom/acc pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επιληψία — Χρόνια παροξυσμική και πρόσκαιρη διαταραχή της εγκεφαλικής λειτουργίας που εμφανίζεται ξαφνικά, παύει αυτόματα και έχει την τάση να επαναλαμβάνεται. Η νόσος αποτελεί την κλινική εκδήλωση αυτόματης διέγερσης των νευρώνων έτσι ώστε κατά τη διάρκεια …   Dictionary of Greek

  • επαγγελματικός προσανατολισμός — Κοινωνική υπηρεσία που προσφέρει διευκρινίσεις και συμβουλές σχετικά με την εκλογή της σχολικής κατεύθυνσης, σε συνάρτηση με αυτήν της επαγγελματικής δραστηριότητας, σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της προσωπικότητας του καθενός και… …   Dictionary of Greek

  • καρδιογλυκωσίδες — Φάρμακο που παράγεται από τα φύλλα του σαραφάνθου. Χορηγείται για την αντιμετώπιση διαταραχών της καρδιακής συχνότητας ή του ρυθμού, για την καρδιακή ανεπάρκεια –σε συνδυασμό με διουρητικά– και για τις περιπτώσεις αδυναμίας του καρδιακού μυός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”